Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ συμβαίνοντα

См. также в других словарях:

  • συμβαίνοντα — συμβαίνω stand with the feet together pres part act neut nom/voc/acc pl συμβαίνω stand with the feet together pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβαίνονθ' — συμβαίνοντα , συμβαίνω stand with the feet together pres part act neut nom/voc/acc pl συμβαίνοντα , συμβαίνω stand with the feet together pres part act masc acc sg συμβαίνοντι , συμβαίνω stand with the feet together pres part act masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβαίνοντ' — συμβαίνοντα , συμβαίνω stand with the feet together pres part act neut nom/voc/acc pl συμβαίνοντα , συμβαίνω stand with the feet together pres part act masc acc sg συμβαίνοντι , συμβαίνω stand with the feet together pres part act masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβαίνω — ΝΜΑ [βαίνω] 1. γίνομαι, συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», Ξεν. γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», Πλάτ.) 2. (τριτοπρόσ.) συμβαίνει γίνεται κάτι, συντελείται κάτι, ιδίως τυχαία (α.… …   Dictionary of Greek

  • PHORMIS Arcas — equam aere fusam Olympiae dedicavit, cui hippomanes cum inesset, equi incitabantur ad rabiem haud secus, ac si viva spiransque esset, et Veneris odurem cupitum illis de longinquo afflaret, Pausanias de Arcad. Unde Theocritus, Ἱππομανὲς χυτόν ἐςτι …   Hofmann J. Lexicon universale

  • απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… …   Dictionary of Greek

  • θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β …   Dictionary of Greek

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

  • τηρητικός — ή, όν, Α [τηρῶ (Ι)] 1. παρατηρητικός («τηρητικοὶ ὄντες τὰ μὲν συμβαίνοντα οὐκ εἶδον», Στράβ.) 2. (φιλοσ.) ο σχετικός με την εμπειρική σχολή («τηρητικοὶ ἄνδρες» οι εμπειρικοί, Γαλ.) 3. αυτός που συντηρεί, που διατηρεί («βωμὸς τηρητικὸς θυσιῶν»,… …   Dictionary of Greek

  • υπνοειδής — ές, Ν φρ. «υπνοειδής κατάσταση» (ιατρ. ψυχολ.) κατάσταση χαρακτηριζόμενη από θόλωση τής διάνοιας, μείωση τής αντίληψης, χαλάρωση τών διανοητικών διεργασιών και τού περιεχομένου τής σκέψης, που μοιάζουν με τα συμβαίνοντα στα όνειρα, κατάσταση… …   Dictionary of Greek

  • ωχαδερφισμός — ο, Ν 1.στάση πλήρους αδιαφορίας για τα συμβαίνοντα και αποφυγής κάθε ανάμιξης για βελτίωση τών κακώς κειμένων 2. παθητικότητα, οκνηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ωχ αδερφέ + ισμός*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»